επίρρημα

επίρρημα
Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και το ουσιαστικό ρήμα. Στην κυριολεξία, σημαίνει «αυτό που ακολουθεί το ρήμα». Ανάλογα με την ειδική λειτουργία τους, τα ε. διακρίνονται σε: τοπικά (εδώ, εκεί κλπ.), χρονικά (τώρα, τότε, πάντα κλπ.), τροπικά (καλά, κακά, σιγά κλπ.), ποσοτικά (πολύ, λίγο κλπ.), βεβαιωτικά (ναι, βεβαίως κλπ.) διστακτικά (ίσως, τάχα, άραγε κλπ.) και αρνητικά (όχι, δεν, μη). Τα τροπικά ε. σχηματίζονται, κυρίως στην αρχαία ελληνική, με την προσθήκη της κατάληξης -ως στο θέμα του αντίστοιχου επιθέτου. Στα νέα ελληνικά, στη δημοτική, τα τροπικά ε. είναι συνήθως όμοια μορφολογικά με την ονομαστική πληθυντικού του ουδέτερου γένους του αντίστοιχου επιθέτου (ωραία, καλά, αλλά και ευχαρίστως, ακριβώς). Όπως τα επίθετα, έτσι και τα τροπικά ε. έχουν βαθμούς σύγκρισης (π.χ. δυνατά – πιο δυνατά ή δυνατότερα – πάρα πολύ δυνατά). Μερικές φορές, δύο ή περισσότερες λέξεις, στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, αντιστοιχούν σε ένα ε. και ονομάζονται επιρρηματικές εκφράσεις: μπορεί να αποτελούνται από ένα ουσιαστικό του οποίου προηγείται μια πρόθεση (π.χ. με προσοχή, δηλαδή προσεκτικά· με δύναμη, δηλαδή δυνατά). Ο διπλασιασμός των ε. συντείνει στην επίταση της έννοιάς τους (π.χ. ψηλά-ψηλά, πρώτα-πρώτα, σιγά-σιγά).
* * *
το (AM ἐπίρρημα) [ρήμα]
γραμμ. άκλιτο μέρος τού λόγου, που προσδιορίζει κυρίως το ρήμα, αλλά και το επίθετο ή άλλο επίρρημα
||
αρχ.
1. αυτό που λέγεται επί πλέον ή μετά από κάτι άλλο
2. σχόλιο
3. σκωπτικό παρωνύμιο, παρατσούκλι
4. (στην κωμωδία) το ποίημα που απαγγέλλει ο κορυφαίος τού χορού αμέσως μετά την παράβαση, το οποίο αποτελείται συνήθως από δεκαέξι τροχαϊκά τετράμετρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίρρημα — that which is neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίρρημα — το (γραμμ.), άκλιτο μέρος του λόγου, που προσδιορίζει κυρίως το ρήμα (γι αυτό και η ονομασία του), αλλά και επίθετο ή άλλο επίρρημα: Δουλεύει σκληρά. – Πολύ καλός μαθητής. – Πολέμησε εξαιρετικά γενναία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιρρημάτων — ἐπίρρημα that which is neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρήμασι — ἐπίρρημα that which is neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρήμασιν — ἐπίρρημα that which is neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρήματα — ἐπίρρημα that which is neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρήματι — ἐπίρρημα that which is neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρήματος — ἐπίρρημα that which is neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • επιρρηματικός — ή, ό (AM ἐπιρρηματικός, ή, όν) [επίρρημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται οτο επίρρημα ή εκφέρεται με επίρρημα 2; φρ. α) «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» οι προσδιορισμοί που εκφέρονται είτε με επίρρημα είτε με πλάγια πτώση εμπρόθετη ή χωρίς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”